- περαίνω
- ΝΜΑ, ποιητ. τ. πειραίνω, Α1. φέρω κάτι σε πέρας, ολοκληρώνω την εκτέλεση κάποιου πράγματος, τό αποπερατώνω2. (η μτχ. παθ. παρακμ.) πεπερασμένος, -η, -ονβλ. πεπερασμένοςαρχ.1. (για λόγο) δίνω τέλος, παύω («πέραινέ μοι λόγον», Ευρ.)2. (για έγγραφα ή συγγράμματα) α) αναγιγνώσκω, απαγγέλλω από την αρχή ώς το τέλος («τὸν δὲ δὴ νόμον ἡμῑν ἐφεξῆς πέραινε», Πλάτ.)β) αναφέρω, εκθέτω με συντομία3. πραγματοποιώ έναν σκοπό, φτάνω σε κάποιον αποτέλεσμα4. εξάγω συμπέρασμα, συμπεραίνω («διὰ τοῡ ἀδυνάτου περαίνειν», Αριστοτ.)5. (αμτβ.) φτάνω σε κάποιο τέρμα, απολήγω κάπου, έχω κάποια όρια6. διαπερνώ, διατρυπώ κάτι7. βινώβ. εισδύομαι, τρυπώνω, μπαίνω («δι' ὤτων φρενός τε δαμίας περαῑνον», Αριστοτ.)9. φρ. «περαίνων λόγος» — είδος συλλογισμού.[ΕΤΥΜΟΛ. Βλ. λ. πέρας].
Dictionary of Greek. 2013.